- ενθλίβω
- μετ. вминать, вдавливать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενθλίβω — (AM ἐνθλίβω) [θλίβω] πιέζω προς τα μέσα, κοιλαίνω κάτι με πίεση, ζουλώ μσν. 1. σπάζω, συντρίβω («τὴν κεφαλὴν ἐνθλῑψαι», Ιπποκρ.) 2. θλίβομαι, στενοχωρούμαι αρχ. παθ. συνθλίβομαι, πατιέμαι («τὸν βότρυν τὸν ἐν ταῑς ληνοῑς ἐνθλιβόμενον», Γρηγ.… … Dictionary of Greek
ένθλιψη — η (Α ἔνθλιψις) [ενθλιβω] η ενέργεια τού ενθλίβω, πίεση, συμπίεση, σύνθλιψη νεοελλ. ιατρ. ειδική μάλαξη κατά την οποία γίνεται απλή πίεση πάνω στο δέρμα με την εσωτερική επιφάνεια τών δακτύλων ή με όλη την παλάμη … Dictionary of Greek
ενθλιπτικώς — ἐνθλιπτικῶς (Α) [ενθλίβω] επίρρ. με ένθλιψη, με συμπίεση … Dictionary of Greek
ενθλώ — (Α ἐνθλῶ, άω και ιων. τ. ἐνθλάω) [θλω] κοιλαίνω κάτι πιέζοντας το προς τα μέσα, ενθλίβω, ζουλώ αρχ. εγχαράσσω, αποτυπώνω πάνω σε νόμισμα … Dictionary of Greek
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek
παρενθλίβω — Α πιέζω λίγο προς το εσωτερικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐνθλίβω «πιέζω προς τα μέσα»] … Dictionary of Greek